- άκαρπος
- vain
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἄκαρπος — without fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek
άκαρπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο στείρος: Αυτό το δέντρο είναι άκαρπο. 2. ο ανωφελής, ο μάταιος: Οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαρπίζω — [άκαρπος] είμαι ή γίνομαι άκαρπος … Dictionary of Greek
ἀκαρποτέρων — ἄκαρπος without fruit fem gen comp pl ἄκαρπος without fruit masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρπως — ἄκαρπος without fruit adverbial ἄκαρπος without fruit masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαρπον — ἄκαρπος without fruit masc/fem acc sg ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρποτάτη — ἄκαρπος without fruit fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρπότερα — ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρπότερος — ἄκαρπος without fruit masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρποις — ἄκαρπος without fruit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)